(ε)ξαγορευτής

(ε)ξαγορευτής
(ε)ξαγορευτής
ο
εξομολογητής: Ο (ε)ξαγορευτής της δεν την άφησε να μεταλάβει.
ξαγορευτής
ο
ο εξομολογητής, ο πνευματικός, ο ξαγοράρης: Έκοψε τους παπάδες και τους ξαγορευτάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξαγορευτής — ο (Μ ξαγορευτής) βλ. εξαγορευτής …   Dictionary of Greek

  • εξαγορευτής — και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω] μσν. νεοελλ. εξομολόγος αρχ. αυτός που ανακοινώνει μυστικό …   Dictionary of Greek

  • εξομολογητής — ο 1. αυτός που εξομολογεί. 2. ο ιερέας που με εντολή του επισκόπου κάνει την εξομολόγηση των πιστών, ο πνευματικός, o (ε)ξομολόγος, ο (ε)ξαγορευτής, ο ξαγοράρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”