- (ε)ξαγορευτής
- (ε)ξαγορευτήςοεξομολογητής: Ο (ε)ξαγορευτής της δεν την άφησε να μεταλάβει.ξαγορευτήςοο εξομολογητής, ο πνευματικός, ο ξαγοράρης: Έκοψε τους παπάδες και τους ξαγορευτάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.